- τεκτόναρχος
- τεκτόναρχοςchief of the builders of versemasc/fem nom sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
τεκτόναρχος — ον, Α αρχιτέκτων, δημιουργός («τεκτόναρχος Μοῡσα», Σοφ.) [ΕΤΥΜΟΛ. < τέκτων, ονος + αρχος*] … Dictionary of Greek
τεκτονουργός — ὁ, Α (κατά τον Ησύχ.) «ἀρχιτέκτων». [ΕΤΥΜΟΛ. < τέκτων, ονος + ουργός (< ἔργον*), αν δεν πρόκειται για εσφ. γρφ. αντί τεκτόναρχος] … Dictionary of Greek